Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (4)


4.
Μάντευα το πρωί, μάντευα όλα εκείνα που δεν χωρούσε η σκέψη μου στο χείλος του ωραίου γκρεμού, άκρη στο βουναλάκι της έρημης ακτής. Ήταν άγνωστες οι βουλές του Έρωτα, αδιάκοπο το ταξίδι των τυχαίων υποκειμένων στο μονόδρομο της μοναδικότητας. Ήταν άγνωστη κι η γλώσσα που μιλούσαμε ανέκαθεν, ανταλλάσσοντας όρκους και σκιρτήματα της ψυχής με αντικειμενικότητα. Δεν καταλάβαινα πια όλα εκείνα τα γράμματα τα ερωτικά, που κάποτε μου αποκάλυπταν το απόλυτο νόημα της ζωής. Πότε μαζεύτηκαν τόσα γράμματα, τόσοι φάκελοι γεμάτοι λόγια καθαγιασμένα, γεμάτοι αρώματα θαυματουργά, ανθάκια αποξηραμένα, κατακόκκινα φιλιά; Μ' ακολουθούσαν παντού, στοιβαγμένα μέσα σ' εκείνο το χαρτοκιβώτιο, όπου τα φύλαγα ευλαβικά. Κι είπα να τα πάρω μαζί μου, για στερνή φορά, ως εκεί στον ωραίο γκρεμό, ως εκεί στο όριο της μοίρας. Άφηνα από ψηλά έναν-έναν τους φακέλους, φτερούγιζαν στο κενό για λίγο και χάνονταν στην αφρισμένη θάλασσα που βρυχιόταν δεκάδες οργιές από κάτω. Τους πετούσα και πατούσα όλο πιο γερά στην ακρινή πέτρα του γκρεμού. Όλες οι γραφές ήταν μία, όλα τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις, τα δάκρυα, οι μορφές, τα ονόματα, ήταν ίδια. Μια γυναίκα μόνο, ένα περίγραμμα μόνο, που σχεδίαζαν με φιλιά τα χείλη μου. Το αλάτι των αφρών, μια πάχνη ζεστή στο δέρμα της, κι ο αέρας με λίκνιζε στη μεσοκαλόκαιρη μέθη του ιδρώτα της, ριγώντας τα μάτια μου στον καθαρτικό ίλιγγο.

Αλλά πατούσα στέρεα στο χείλος του γκρεμού. Έβλεπα μια οπτασία που ήταν ο μόνος κι αγνός λόγος του έρωτα, όπως εκείνος ο ωραίος γκρεμός ήταν ο προαιώνιος λόγος του μικρού βουνού στη θάλασσα. Εκεί, στο χείλος του, τα βράχια έκοβαν σαν ξυράφια. Δεν ζύγωναν ούτε τα' αγκάθια, και διστακτικοί οι θάμνοι έμεναν ακόμα πιο πίσω, κι ακόμα μακρύτερα έμεναν τα πεύκα και οι κέδροι. Μόνο κάποια λουλουδάκια με λεπτούτσικο κοτσάνι τολμούσαν να έρθουν ως την άκρη κι έφερναν βολτούλες γύρω μου, σάμπως να ήταν τελείως τυφλά και διψασμένα για το αφρισμένο θαλασσόνερο από κάτω μας. Ήταν τ' αμάραντα με τ' άφθαρτα άνθη, που δεν ήξεραν το φόβο του θανάτου. Πώς μετρούσαν άραγε τη ζωή και πώς τρέμαν έτσι τα κορμάκια τους; Συλλογιζόμουν κι όλο κινούσα να φύγω, μα έμενα εκεί, ακίνητος, σαν από κάποιο χρέος δεμένος...

Μ' έλυσε ύστερα ένα δυνατό ξάφνιασμα, καθώς ένα πλήθος ψιλοπούλια ξεπετάχτηκαν όλα μαζί τσιρίζοντας μέσ' απ' τους θάμνους και τα δέντρα. Ακούστηκαν βήματα στο φρυγανισμένο χόρτο κι εμφανίστηκε τότε ο Μπαρμπαμήτσος. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι λόγο μπορεί να είχε πια ο γέρος για ν' ανέβει μέχρι εδώ. Μόλις με είδε, σταμάτησε και με κοίταξε όλο απορία. Κρατούσε στο χέρι του ένα τσουβαλάκι που υποψιάστηκα τι περιείχε...
- Πολύ ξάκρισες! μου είπε πλησιάζοντας.
- Προσέχω...
- Κάποτε, άμα φουσκώνουν τα νερά, ήθελες βάρκα να έρθεις στο νησί.
- Ποιο νησί;
- Αυτό! Νησί το λέγαν τούτο το βουνό. Με τον καιρό και τις πλημμύρες ενώθηκε με την ακτή. Πάνε χρόνια...
- Γατάκια έχεις στο τσουβάλι, Μπαρμπαμήτσο; Πού τα πας;
Τα γατάκια νιαούριζαν μ' απόγνωση. Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του κι είπε σα ν' απολογιόταν:
- Μα τι θέλουν και τα κάνουν οι ευλογημένες; Αφού τους μέλλεται να τα ρημάξει η πείνα... Τ' αφήνω ένα στη μάνα του! Αλλά τ' άλλα; Πού να χωρέσουν όλα εδώ στην ερημιά! Πιάσε μου εκείνη την πέτρα...
Έπιασα και του έδωσα την πέτρα που μου έδειξε. Ανοιξε το τσουβάλι και την έβαλε μέσα προσεκτικά, μήπως και τραυματίσει κανένα απ' τα νεογέννητα γατάκια. Τράβηξε ύστερα απ' την τσέπη του ένα σπαγγάκι κι έδεσε το τσουβάλι. Ήρθε πιο κοντά στην άκρη του γκρεμού, πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι άφησε το τσουβάλι στο κενό. Έκανε μετά πολλές φορές το σταυρό του, χωρίς καθόλου να σηκώσει το βλέμμα του. Κι όπως κοιτούσε συνέχεια κάτω, πήρε το μάτι του ένα φάκελο παγιδευμένο ανάμεσα στ' αμάραντα του γκρεμού. Απόρησε...
- Ένας φάκελος! Πού βρέθηκε το γράμμα εκεί;
- Εγώ το πέταξα, πέταξα ένα κουτί φακέλους. Να, εδώ είναι και το κουτί.
Κοίταξε το άδειο κουτί με κάποια δυσπιστία και ξανάστρεψε το βλέμμα του στο φάκελο, τον έναν απ' τους τόσους που έτυχε να μείνει λίγο πιο κάτω απ' τα πόδια μας στον γκρεμό. Κι όσο μάλλον αναρωτιόταν ο Μπαρμπαμήτσος τι να έγραφε μέσα του ο φάκελος, εγώ αναρωτιόμουν τι κοινό να είχαν όλα εκείνα τα γράμματα με τα νεογέννητα γατάκια του. Προφανώς τίποτα, αλλά, μετά από αυτή τη σύμπτωση, τα συνέδεε εκείνος ο ωραίος γκρεμός. Μπορεί να ήταν μια έλξη μυστική που προϋπήρχε...
- Και γιατί δεν τα έκαιγες τα γράμματα, αν δεν τα ήθελες; Ήταν ανάγκη να τα πετάξεις στον γκρεμό;
- Μα ναι! είπα και σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν ήταν ανάγκη να πετάξει στον γκρεμό τα γατάκια. Μα είχε κιόλας απαντήσει...
- Τα γατιά δεν είναι χαρτοφάκελα!
- Δεν μου πέρασε απ' το μυαλό...
Κάθησε ο γέρος σε μια πέτρα παραπίσω και βουβάθηκε για λίγο. Δεν τον ενόχλησα, νιώθοντας ότι κάτι πολύ σημαντικό τον απασχολούσε, ώσπου αποφάσισε να ξαναμιλήσει...
- Αχ, αυτός ο άτιμος ο τραπεζίτης! είπε κι έβαλε το δάχτυλο στο στόμα του και σκάλιζε.
- Πάμε κάτω να πάρεις μιαν ασπιρίνη, του πρότεινα.
Σηκώθηκε και φύγαμε. Θα έπαιρνε μιαν ασπιρίνη και θα του περνούσε κάπως ο πονόδοντος, θα τον ξεχνούσε. Αγνωστο ποιος θα ξεχνούσε ποιον... Πάντως, χρόνια τις φύλαγε τις ασπιρίνες στο συρτάρι, ίσως κι αυτός να ήταν πολύ σοβαρός λόγος για να παίρνει που και που καμιά. Πήρε, όμως, αρκετές και μόνο αργά τη νύχτα ένιωσε ανακούφιση και μπόρεσε να κοιμηθεί, ενώ εμένα μου ήρθε ξαφνικά η όρεξη να κάνω έναν περίπατο στο γιαλό.

Ήταν θεοσκότεινη εκείνη η νύχτα. ήταν το σκοτάδι απόλυτο, βαρύ και κολλώδες, πίσσα που λένε. Βάδιζα με τα χέρια απλωμένα μπροστά, σαν υπνοβάτης. Θα είχε πολύ σπουδαία δουλειά το φεγγάρι και δεν βγήκε καθόλου. Γιατί τις άλλες φορές που έβγαινε και περιόδευε από νωρίς στον ουρανό, φαινόταν απλά πως έπαιζε και σκότωνε την ώρα του. Κάποτε βιαζόταν τόσο, που στηνόταν ψηλά απ' το απομεσήμερο κι ανυπομονούσε ν' ανάψει. Μαζί του γινόμουν κι εγώ ανυπόμονος να το δω επιτέλους ν' ανάβει, μα έκανε παιχνίδια, ως να ξενοιαστώ. Κι ύστερα, με ξάφνιαζε λάμποντας, έριχνε κι ένα γελάκι πονηρό, σαν εκείνο των μικρών παιδιών που παραφύλαξαν και σ' άρπαξαν κάτι τόσο μα τόσο χρήσιμο, όπως ένα κλειδάκι, αυτοκινήτου ή σπιτιού δεν έχει σημασία, και σου το έθαψαν στην άμμο, για να ψάχνεις αγωνιωδώς και μάταια... Αλλοτε γίνονταν αυτά. Μέσ' στο απόλυτο σκοτάδι, όμως, όλα ήταν μονάχα υποψία. Υποπτευόμουν πως κάπου εκεί έστεκε ένας πλάτανος, κι άλλος πλάτανος πιο κάτω, και περαπέρα οι βατομουριές, δυο μεγάλες κοτρώνες, ένας φράχτης, μια λακκούβα, μια σειρά πικροδάφνες, μια ρεματιά, μια αμμουδιά, μια θάλασσα. Μια υποψία γης, όπου πατούσα, και το κάθε βήμα υποψία, το προηγούμενο και το επόμενο, και το πρόσωπο μια υποψία, το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιούσα για να σκέφτομαι ή απλώς να υπάρχω, χωρίς να το σκέφτομαι. Γιατί πάντα υπήρχαν κάτι μικρά ασφαλή σημαδάκια στο δρόμο μου, που πάντα τ' αγνοούσα και μόνο τότε τ' ανακάλυπτα, ριψοκινδυνεύοντας τη χωμάτινη ισορροπία της ψυχής μου και το αιμοφιλικό παραλήρημα της ίριδας και του φλοίσβου. Το πρόσωπο δεν ήταν σημάδι του έξω κόσμου, μόνο των ονείρων κατακάθι μέσα στο πηχτό σκοτάδι, σκίρτημα ερωτικό χωρίς ταυτότητα, ο προσανατολισμός της μέλισσας και τ' αδέσποτα ρολόγια, ένας συνειρμικός θάνατος. Ήταν η ίδια άμμος που βούλιαζα το μεσημέρι, το ραντεβού μιας ολόκληρης ζωής, εκεί που κάποτε αναλύαμε το νόημα του έρωτα και περίσσευαν μόνο τα κόκαλά μας σκόρπια. Τα μαζεύαμε και τα βάφαμε χρωματιστά κι έμοιαζαν από μακριά σαν παιδική χαρά και λούνα παρκ, να παίζουν κάποτε εκεί τα μελλοντικά παιδιά κάποιων μεταλλαγμένων ασπονδύλων. Μπορούσαμε διαρκώς να λείπουμε, αλλά συνάμα να κρατάμε το πόστο μας με συνέπεια και πάθος. Το κρατούσαμε γερά το πόστο μας, το σφίγγαμε, το δαγκώναμε, το πατούσαμε. Και έτσι πάντα ξέραμε πού βρίσκεται...

Ίσως να συνήθισαν τα μάτια μου μέσα στο βαθύ σκοτάδι κι άρχισα πάλι να διακρίνω γνώριμες εικόνες, σχήματα και μορφές, διαθέσεις, κινήσεις, σκέψεις. Παλιά, παμπάλαια συνήθεια. Αμόλησαν ρίζες τα μάτια μου έξω, ρίζες με όσφρηση και βούληση. Κι η πέτρα και το νερό και η φωτιά ίδιες ρίζες είχαν, τις αμολούσαν και τις άφηναν, να πλέκονται σαν γόρδιοι δεσμοί δεμένες, να μη λύνονται ποτέ. Κι έρχονταν κάθε τόσο οι κατακτητές με τα πριόνια και τα κλαδευτήρια. Έσταζε της γης το αίμα, ως να στραγγίξει, για να γίνει η ταρίχευση του εφήμερου, μούμιες των ερώτων, βαλσαμωμένα χάδια και συναισθήματα, σαν άγρια ζωάκια του δάσους και σπάνια πουλιά. Σαν εκείνον το σταχτοτσικνιά, τον ερωδιό που ήρθε οιωνός να πει τη μοίρα μας την άχαρη. Πώς μας βρήκε άραγε εκεί, ένα παγωμένο μεσημέρι στη χιονισμένη ακτή; Ο περιστασιακός κυνηγός περίμενε ξυλιασμένες και πεινασμένες αγριόπαπιες, να πάει περήφανο μεζέ στους φίλους του. Τα καλιμάνια και τα ψαρόνια, ανήμπορα πια να πετάξουν, στρώμα στο χιόνι ξεψυχούσαν, απ' άκρη σ' άκρη του γιαλού. Κι ήρθε ο άμοιρος σταχτοτσικνιάς στο ραντεβού του. Το ίδιο του 'κανε του κυνηγού, αν και τους τσικνιάδες δεν τους τρώνε, μα είναι όμορφοι και σπάνιοι... Τα σκάγια βρήκαν το πουλί στα στήθια, όπως σηκωνόταν νηστικό από το κύμα. Πήγε κι έπεσε κοντά στα πόδια του κυνηγού, έτρεξα κι εγώ εκεί μόλις άκουσα την τουφεκιά. Ήταν ακόμα ζωντανό, το αίμα του έσταζε στο χιόνι, το παγωμένο βλέμμα του με κοίταξε γεμάτο θάνατο. ανατρίχιασα κι ίδρωσα μέσ' στην παγωνιά. Σταύρωσα τα χέρια μου σα να ήμουν στην εκκλησία, δεν μου ερχόταν στο μυαλό μια προσευχή, παρά μόνο επαναλαμβανόταν μέσα μου η φράση: δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα... Αφού κρέμασε το δίκαννο στον ώμο του ο περιστασιακός κυνηγός, έπιασε το νεκρό ερωδιό απ' τα πόδια κι απομακρύνθηκε σέρνοντάς τον μαζί του. Μου είχε πρωτύτερα εξηγήσει πως άθελά του τον χτύπησε, τάχα γιατί τον πέρασε για άλλο πουλί, φαγώσιμο... Κι έγινε εκείνος ο σταχτοτσικνιάς διακοσμητικό αντικείμενο, να επιδεικνύει νεκρός την ομορφιά του τη βαλσαμωμένη, βαστώντας μόνιμα στο ράμφος του ένα ξύλινο, φανταχτερά βαμμένο ψάρι, πιτσιλισμένο μυγοχέσματα...

Η ανατριχιαστική εικόνα της ιδιόκτητης ομορφιάς, η αηδιαστική εικόνα της ιδιόκτητης ευδαιμονίας. Έστηναν παγίδες πάντα οι κυνηγοί και παγίδευαν τα χρυσά δακτυλίδια του ήλιου, όταν τα χάριζε στις σάπιες άγκυρες, τις άχρηστες άγκυρες. Κι όλο μίκραινε ο έρωτας, ως να χαθεί, να σβήσει μαζί με τις μεγάλες μνήμες, τα μεγάλα όνειρα, τα μεγάλα ταξίδια. Όλα βυθίζονταν στο σκοτάδι και τη σιωπή, κι ακουγόταν κάποτε η βραχνιασμένη φωνή μιας μπουρούς ν' αναγγέλλει την καινούρια πλουμιστή πραμάτεια. Καινούριες μνήμες, καινούρια ταξίδια κι όνειρα φορτωμένα σ' ένα φοινικικό καράβι, που όργωνε τις θάλασσες και μυριζόταν από πολύ μακριά τις διψασμένες ανάσες των σκοτεινών ακτών. Στο δρόμο του μάγευε κι αυτές τις μάγισσες Σειρήνες, που ντύνονταν τη μορφή του γλάρου και το έπαιρναν απαρατήρητες στο κατόπι. Συχνά, όμως, το καράβι άφηνε δίχως προειδοποίηση τις ακτές και κινούσε έξαφνα γι' αλλού. Οι μαγεμένες Σειρήνες ξεχνιούνταν πίσω, δεν έβρισκαν ποτέ ξανά το δρόμο της επιστροφής, ούτε την πρώτη τους μορφή, στέκονταν μόνο στα πιο ξακρισμένα βράχια και γελούσαν απ' την απόγνωσή τους, γελούσαν...

Είχα ακούσει κι άλλοτε τους γλάρους να γελάνε έτσι μέσ' στη θεοσκότεινη νύχτα. Από ένστικτο βιάστηκα να φύγω κι έτρεξα να κλείσω τα παράθυρα του σπιτιού, σα για να μην προλάβει το γέλιο της απόγνωσης να μπει μέσα. Δεν ήξερα αν πρόλαβα. ήταν ορθάνοιχτα, όπως το φανταζόμουν, κι ο άνεμος χτυπούσε με μανία τα παντζούρια. Μόλις έκλεισα, έμοιαζαν να ησύχασαν όλα, δεν γελούσαν πια οι γλάροι σαν τρελοί. Μόνο το κύμα ακουγόταν, το ίδιο μέρα-νύχτα, χωρίς παύση, έτσι που ήταν σα να μην ακουγόταν... ή και σα να μην υπήρχε.

Δεν με ξύπνησε ο πετεινός το άλλο πρωί. Ξύπνησα από έναν τενεκέ που χτυπούσε ο Μπαρμπαμήτσος μ' ένα σφυρί, λίγο πριν το μεσημέρι. Αμα με είδε να κατεβαίνω, άφησε το σφυρί στον πάγκο, με κοίταξε καλά - καλά και είπε:
- Άργησες πολύ σήμερα! Ήπια μονάχος μου καφέ.
- Άργησα λίγο τη νύχτα...
- Μα πού πήγες μ' εκείνη την πίσσα;
- Δεν πήγα μακριά... μέχρι τη θάλασσα.
- Έβγαλε αέρα τη νύχτα, άκουγα πως χτυπούσαν τα παντζούρια στο ανώγι.
- Τ' άκουσα κι εγώ, γύρισα και τα 'κλεισα.
- Τα παντζούρια μην τ' αφήνεις ανοιχτά τη νύχτα.
- Πάντα τα κλείνω, αλλά θα τ' αστόχησα...
- Καλά, αστοχάω τόσα κι εγώ. Είχα, μια φορά που λες, βάλει στη φωτιά την κατσαρόλα και ξάπλωσα μια στάλα. Αποκοιμήθηκα. Μόλις σηκώθηκα, πάει, είπα, μου κόλλησαν τα μακαρόνια. Μα όταν ξεσκέπασα την κατσαρόλα, είδα πως είχα αστοχήσει να ρίξω μέσα τα μακαρόνια...
- Καλά, λοιπόν, που τ' αστόχησες...
- Ναι, αν τα είχα ρίξει, θα είχαν κολλήσει. Δεν είχε μείνει σταγόνα νερό.
- Κι άργησες και λιγάκι να κοιτάξεις την κατσαρόλα.
- Ε, άμα κοιμάσαι, δεν ξέρεις πόση ώρα περνάει. Αργά ή γρήγορα δεν έχει σημασία. Είδες που λένε καμιά φορά ότι αργά ή γρήγορα έτσι θα γίνει;
- Είναι που κοιμούνται;
- Όχι, γίνεται! απάντησε πολύ σοβαρά ο Μπαρμπαμήτσος.

Κι όλο πήγαινε σταθερά εκείνη η βάρκα που την έλεγε καιρό ο γέρος. Κι όπως άλλαζαν οι εποχές, ήρθε κι η εποχή που μεγάλωναν πιο γρήγορα τα νύχια και τα γένια. Εκείνη την εποχή, λίγο πέρα απ' την εκπνοή του κύματος, σχηματίζονταν στην άμμο, από τη μια άκρη της αμμουδιάς μέχρι την άλλη, τρεις γραμμές από φύκια κι όριζαν δύο διαδρόμους όμοιους, παράλληλους στο κύμα. Ήταν μια απίθανη συγκυρία, να συναντιέσαι εκεί και να ξανασυναντιέσαι όλο στο ίδιο σημείο, ή να χωρίζεις εκεί και να ξαναχωρίζεις. και να συνεχίζεις, γιατί δεν θα γινόταν αλλιώς. Έπαιζε και ξανάπαιζε ο ίδιος δίσκος στο πικάπ, αλλά μέσα από τη μοιραία φθορά πρόβαλλε πάντα κάτι ολοκαίνουργιο, που ούτε υπήρξε πριν κι ούτε θα ξαναϋπήρχε ποτέ...
- Μα πού πας λοιπόν; μου φώναξε η σκιά μου.
- Προς τα 'κει πάω.
- Α, κι εγώ προς τα 'κει. Μα δεν πάμε καλύτερα χώρια; Θα έχουμε έτσι πιο πολλές εμπειρίες ν' ανταλλάξουμε!

Πήραμε διαφορετικό διάδρομο στα φύκια, αλλά πηγαίναμε δίπλα-δίπλα. Στη χειρότερη περίπτωση, που δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε, σφιχταγκαλιαζόμασταν και κραυγάζαμε απ' το ξάφνιασμα του συναπαντήματος. Τραγουδούσαμε, με μια φωνή κι απαράλλαχτα, τα ίδια και τα ίδια, σαν τα μικρά τσιτσίνια, τα γκρίζα σουσουραδάκια με το μαύρο περιλαίμιο: κάπου σε ήξερα, κάπου σε ήξερα, κάπου σε ήξερα... Κι όταν ο ένας διάδρομος φάρδαινε, ο άλλος στένευε, και κάποτε, πολύ σπάνια, έσμιγαν κι ο ένας περνούσε μέσα από τον άλλον. Τα σχήματα μονάχα μάς συγκινούσαν, όχι πως δεν υπήρχε περιεχόμενο, μα ήταν τόσο κοινό, κοινότοπο και αυτονόητο, ακόμα κι αν αλλάζαμε διαδρόμους, ακόμα κι αν δεν ήμασταν εμείς. Κι αν αποφασίζαμε κάπου να σταθούμε λιγάκι, ήταν γιατί εκεί δεν υπήρχε κάποιος λόγος. Ξαπλώναμε μια στιγμούλα στο πλάι, προσποιούμενοι πως μας πλήγωσαν τα πόδια εκείνα τα ξερά τριβέλια που βρέθηκαν μπλεγμένα μέσα στα φύκια και τα σάπια πλατανόφυλλα. Μηχανικά τα σκορπίζαμε κι έσπαγε η μεσαία συνεχής γραμμή των διαδρόμων μας. Βρήκαμε πιο πέρα και μια τελείως φθαρμένη σχάρα μέσ' στην άμμο, τη βάλαμε ανάμεσά μας, στο κενό της γραμμής. Μια απέραντη θλίψη ήταν μια άδεια σκουριασμένη σχάρα στην άμμο. Λύσε το στήθος σου, της είπα, λύστο κι άστο πάνω σ' αυτή τη σχάρα, να μικρύνει η θλίψη, να το ψήσει ο ήλιος, να ξαλαφρώσει κι αυτός από τ' απωθημένα του, που τον αρρώσταιναν όλη εκείνη την εποχή. Μου φάνηκε τελείως ξένη δίχως το στήθος της, το στήθος της όμως έμενε πάντα ίδιο, και χωρίς αυτή. Τ' άγγιξα κι ανατρίχιασε πάνω στη σκουριασμένη σχάρα, πήρε σιγά-σιγά το χρώμα του ώριμου ροδιού και μια θερμή άχνα ανέβαινε απ' τις θηλές κυματιστά. Οι χωμάτινες επιθυμίες μου μεγάλωναν, μα κάτι στο νου μου μ' εμπόδιζε να ξαναφιλήσω το στήθος της, κάτι ισχυρότερο απ' τη στιγμιαία ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν όλα να ξαναγίνουν σαν πριν, όπως στα παραμύθια, όπου δεν υπήρχε χώρια το ψέμα από την αλήθεια. Ήμουν στην άμμο γυμνός και τα δάχτυλά μου έσκαβαν στη λατρεμένη χούφτα της, αναμοχλεύοντας τα λιμνασμένα όνειρα μιας ουτοπικής μοίρας. Δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να διακινδυνεύσω να ξανανοίξω τα μάτια μου. Φοβόμουν θα έχανα με μιας εκείνη την αίσθηση της απεραντοσύνης που μου θόλωνε λυτρωτικά τη μορφή κι είχα για χάρη της και μόνο συμβιβαστεί να ζήσω μια ζωή με άγνωστα όρια κι άγνωστες αιτίες, με άγνωστες χαρές και λύπες. Αλλά δεν τ' άντεξα πολύ και για κανένα λόγο ή για κάποιο συγκεκριμένο λόγο που δεν υπήρχε, άνοιξα άθελά μου τα μάτια μου και κάτι σαν δικαιολογία μ' έκανε να ψιθυρίσω: πάμε; Ξανάκουσα τη λέξη καθαρά: πάμε; Να πάμε πού; είπα μόνος μου. Δεν ήταν πια κανείς εκεί, παρά μόνο πατημασιές στο διπλανό διάδρομο. Δεν μπορούσα ν' αποφασίσω αν έπρεπε ν' αργοπορήσω ή να βιαστώ, για να βρεθούμε ξανά την ίδια στιγμή στο ίδιο σημείο. Ένα τυχαίο συναίσθημα ήταν αρκετό, για ν' αλλάξει τις διαστάσεις του χώρου και μια αόριστη ενοχή, για ν' αλλάξει τα σημάδια του καιρού. Η αναμονή μιας επερχόμενης προδοσίας έκανε την ύπαρξη πιο συγκλονιστική και πιο υπαρκτή. Ήταν ο καθένας, ως εραστής της διάρκειας, ένας άπιστος εραστής, χωρίς άλλη επιλογή. Μέχρι εκεί έφταναν οι διάδρομοι με τα φύκια. Στο άκρο της πορείας όλα ακινητοποιούνταν και μόνο οι μελλοντικές απουσίες έρρεαν ήρεμα μέσα στην ανωνυμία τους. Ο έρωτας δίχως ταυτότητα, μοναδικός, με την ασφαλή κι αμετάκλητη φθορά του, περιέγραφε με απόλυτη παραστατικότητα τα μεγάλα κενά της μνήμης και την απειροσύνη των ληγμένων εμπειριών μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, ολότελα ξένης πλέον για μένα.

Ήταν στ' αλήθεια κάποτε μια νεράιδα στο δικό της τον καιρό, που την είχα πνίξει στα φιλιά και δεν ξαναζωντάνεψε από τότε. Έμεινε εκεί νεκρή στην άμμο, μια σιλουέτα ήταν από υγρή άμμο κι όλο στέγνωνε στον ήλιο. Ήταν ξαπλωμένη ύπτια και ξάπλωνα κι εγώ πάνω της, να την καλύπτω ταιριαχτά με το βρεγμένο σώμα μου, καθυστερώντας λίγο την εξάτμισή της. Λίγο, αλλά πίστευα πως αν βουτούσα και ξαναβουτούσα στη θάλασσα και ξάπλωνα και ξαναξάπλωνα συνέχεια πάνω σ' εκείνη τη σιλουέτα από υγρή άμμο, δεν θα προλάβαινε ποτέ να φύγει. Ήταν μόνο μουσκεμένη άμμος και μπορούσα να μην την αφήσω ποτέ να στεγνώσει. Μπορούσα, όσο θα υπήρχε η θάλασσα να βουτάω και να βρέχω με το κορμί μου την άμμο, κι όσο θα υπήρχε ο ήλιος, όλο να τη στεγνώνει...


[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]