Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (3)


3.
Στον ίδιο κι απαράλλαχτο προαιώνιο ρυθμό, εκκόλαπτε ο θόλος της σπηλιάς τους μελλοντικούς του σταλακτίτες. Μικρά πανομοιότυπα σταλάγματα έπεφταν μελωδικά στην άμμο, στην πέτρα, στο νερό, κι όταν χτύπαγε απ' την ανατολή ο ήλιος, τα σταλάγματα γίνονταν αστραφτερές κατακόρυφες γραμμές, που ήθελα να τις πιάσω, να τους δώσω διάφορα σχήματα, να μοιάζουν αστραπές ή ρίζες κρεμασμένες σε γκρεμό. Όμως, εκείνες οι αστραφτερές γραμμές ήταν οι χορδές μιας κιθάρας αλλοτινής, δεν πάλλονταν με τ' άγγιγμα, παρά μόνο με των ματιών το νεύμα, κι ηχούσαν τότε πάνω στο δέρμα μου, κάνοντας την ύπαρξή μου να γράφει ομόκεντρους κύκλους γύρω μου, όπως στο ξένοιαστο νερό το βότσαλο ή όπως ο καιρός μέσα στους κορμούς των δέντρων. Δεν κατάλαβα, μετρούσα μηχανικά το πιο κοντινό μου στάλαγμα κι είχα φτάσει το μέτρημα ίσα με τις μέρες ενός χρόνου και παραπάνω.

Γύρισα το κεφάλι έξω κι είδα να πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι. Μια σουσουραδίτσα με πλησίασε χοροπηδηχτά, κουνώντας ρυθμικά την ουρίτσα της. Η ορατή της σκέψη ήταν η ουρίτσα της, μα πού να το ξέρει, δεν σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό της η σκέψη της. Ενώ η δική μου η αόρατη σκέψη μπορούσε και σκεφτόταν τον εαυτό της, τόσο εύκολα, όπως θα σκεφτόταν ένα οποιοδήποτε υλικό αντικείμενο. Στρώθηκε το χιόνι χνούδι λεπτό στην άμμο, και συνέχισε να πέφτει. Η σουσουραδίτσα παραμέρισε να περάσω και χοροπηδηχτά μπήκε στη σπηλιά, να πάρει τη θέση μου.

Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, ήταν αγνώριστο το τοπίο. Όλο πύκνωνε το χιόνι, ζωήρευε ο καπνός στην καμινάδα του Μπαρμπαμήτσου, αχόρταγο το τζάκι και τα καυσόξυλα δυσεύρετα. Έτυχα στο δρόμο μου δυο σπουδαία κούτσουρα και τα έσυρα μαζί μου ως το σπίτι. Χάρηκε ο γέρος μόλις τα είδε, πρόβλεψε μάλιστα ότι θα έχουμε πολύ άσχημο καιρό. Ανάψαμε τη λάμπα κι ένα κερί, προτού σκοτεινιάσει για καλά και πλησιάσαμε στο παράθυρο, να χαζεύουμε τις δυο φλογίτσες καθώς καθρεφτίζονταν στο θολό γυαλί με φόντο το χιονισμένο τοπίο. Έφεγγε με τον τρόπο της κι η γιορτινή παγωνιά απ' έξω. Κάποιες νιφάδες, σαν ανόητες μύγες, νόμιζαν θα περάσουν μέσα απ' το τζάμι. Ο Μπαρμπαμήτσος γύρισε και κοίταξε την αναίσθητη κοπέλα στο κρεβάτι...
- Λήθαργος είναι, είπε βραχνά. Λήθαργος είναι, ξαναείπε.

Δεν είχαμε μετρήσει πόσα μερόνυχτα χιόνιζε. Όλα ντυμένα στ' άσπρα, όλο και περισσότερο έμοιαζαν μεταξύ τους. έτσι κι εμείς, οι σκέψεις μας, τα λόγια μας, οι κινήσεις μας, σκεπασμένα όλα απ' το χιόνι, κι ο χρόνος μας μαζί, οι μοναδικές στιγμές που επαναλαμβάνονταν. Ξημέρωνε και νύχτωνε και χαζεύαμε τη φλόγα της λάμπας και του κεριού στο θολό τζάμι, με φόντο το ίδιο λευκό τοπίο.
- Λήθαργος είναι, ξαναείπε με βραχνή φωνή ο Μπαρμπαμήτσος... και ξανανύχτωσε.

Το πρωί πήγα κι έφτιαξα ένα χιονάνθρωπο, κάτω στο μονοπάτι που ήταν οι φραγκοσυκιές. έναν καμαρωτό χιονάνθρωπο που ατένιζε το πέλαγος. Εκεί στη θέσητων σπλάχνων του θυμάμαι ήταν κάποτε ένα ξερό γαϊδουράγκαθο. Ωρίμασε πρόωρα το παιδικό του πρόσωπο κι άρχισε να φθίνει, να κυλούν οι σκέψεις ρευστές, κρύες και διάφανες. Βαθούλωσαν τα μάτια, δύο τρύπες διαμπερείς στο κεφάλι, ένα άδειο βλέμμα να πέφτει συγχρόνως μπροστά και πίσω. Ράγισε το σαγόνι κι έσταξε το παγωμένο χαμόγελο κάτω. Όταν θα έκαιγε ξανά ο ήλιος, θα ήταν εκεί στο μονοπάτι με τις φραγκοσυκιές μια μικρή λούτσα με θολό νερό. Περνούσε θυμάμαι ένα κοριτσάκι και βουτούσε τα γυμνά του πόδια να δροσιστεί, τινάζοντας μέσα στη χαρά του τα χεράκια του κι άθελά του έσπαγε τα χέρια του χιονάνθρωπου. Κι ήρθαν δίχως καθυστέρηση τα μυρμήγκια και μάζεψαν τα απομεινάρια, να τα βολέψουν έγκαιρα στις υπόγειες αποθήκες τους. Και μέχρι να σκαρίσουν την άνοιξη ξανά, τα πιο γέρικα διηγούνταν αμέτρητες ιστορίες στα νεότερα. Οι πιο γοητευτικές ιστορίες για τα νεαρά μυρμηγκάκια ήταν οι ιστορίες με ανθρώπους. Πίστευαν πως οι χιονάνθρωποι, όταν έπλητταν απ' τη μονοτονία του χειμώνα, έφτιαχναν ανθρώπους και τους ξαμόλαγαν να περιφέρονται από δω κι από κει, να νομίζουν πως χάνουν τους δρόμους ή πως τους βρίσκουν. Φαντάζονταν τα μυρμηγκάκια πως οι άνθρωποι, καθώς μετακινούταν, άφηναν πίσω τους μια κλωστούλα σημάδι της πορείας τους. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί ήταν απαραίτητη αυτή η κλωστούλα για την εξισορρόπηση της φαντασίας των μυρμηγκιών, ούτε γιατί ήταν περιττή για την ανθρώπινη φαντασία, αφού πάντα την αγνοούμε. Ίσως, όμως, αν δεν την αγνοούσαμε, να έμοιαζε ο κάθε τόπος με λαβύρινθο και να γυρνούσαμε συνέχεια πίσω, αναζητώντας μιαν αρχή στην κλωστούλα. Όμως, κι έτσι, θ' αφήναμε καινούργια κλωστούλα πίσω, μιας και θα γυρίζαμε και πάλι πίσω μέσα στο λαβύρινθο, σ' ένα μέλλον που θα ήταν πάντα παρελθόν...

Μα μόνο στη φαντασία των μυρμηγκιών γίνονταν αυτά. Η ανθρώπινη φαντασία με άλλα ασχολείται, επινοεί βόμπες και μηχανές, αλλά και ρήματα, αριθμούς, αντωνυμίες… Είναι όντως μεγάλη υπόθεση οι αντωνυμίες και ειδικά οι προσωπικές, που φαίνεται πως αποτελούν την ασφαλέστερη εγγύηση της σφαιρικότητας των κόσμων μας. Οργιάζει η φαντασία και παρατηρούνται φαινόμενα όπως αυτό της μεγάλης αρμονικής παρέας των λουομένων που, καθώς επιδίδονται στην ηλιοθεραπεία τους, κάθε τόσο και λιγάκι αναρωτιούνται τι ώρα να 'ναι, κι απαντούν μία ο ένας και μία ο άλλος με επαναλαμβανόμενους αριθμούς, βάζοντας συνήθως ανάμεσα το "και" ή το "παρά"... Όμως κι ο χιονάνθρωπος αναρωτιόταν κάθε τόσο, στην ίδια πάντα θέση, κρυμμένος πίσω από τις θερμές ηλιαχτίδες του καλοκαιριού, αναρωτιόταν γιατί οι άνθρωποι να περπατούν. Τα μυρμήγκια πάντως το ήξεραν από πριν κι έλεγαν πως, αν δεν περπατούσαν, δεν θα υπήρχε λόγος να τους φτιάχνουν οι χιονάνθρωποι. Αλλά γι' άλλους λόγους στην πραγματικότητα περπατούν οι άνθρωποι, κυρίως για να δείξουν πόσο καλύτεροι απ' τα δέντρα γεννήθηκαν. Κι όλο μετρούν τη γη και τον καιρό, όλο φωνάζοντας, όπου κι αν είναι…

Ακουγε τις φωνές που έφταναν απ' το γιαλό κι απορούσε ο Μπαρμπαμήτσος...
- Μα γιατί φωνάζουν τόσο; Τι θ' αλλάξει τόση φασαρία;
- Φαίνεται πως περνάει πιο εύκολα ο καιρός τους με τη φασαρία.
- Χμ, ο δικός μου δεν περνάει καθόλου εύκολα… και καλά κάνει. Ούτε τις φωνές μου ακούει ούτε τίποτε...
- Τι νομίζεις εσύ, Μπαρμπαμήτσο, πώς τον φαντάζεσαι τον καιρό;
- Πού να ξέρω! Μόνο που μοιάζει με βάρκα, σα βάρκα που πάει σταθερά...
- Με τι λες να πάει, με κουπί, με πανί ή μήπως με μηχανή;
- Α, ανάλογα με τον καιρό πάει...

Εκεί σταμάτησε η κουβέντα, γιατί το αναίσθητο κορίτσι χασμουρήθηκε κι αναστέναξε, τραβώντας μας την προσοχή για κάμποση ώρα. Χώθηκε ύστερα ο γέρος στις κουβέρτες του, μου είπε καληνύχτα και φύσηξε τη λάμπα δίπλα του. Μέσα στο σκοτάδι γυάλισαν δυο γατίσια μάτια. έφεγγαν κι οι φωσφορούχοι δείχτες του ρολογιού στο κομοδίνο, που ακριβώς εκείνη την ώρα, όπως πάντα δύο φορές την ώρα, σχημάτιζαν ορθή γωνία. Ανέβηκα στο ανώγι να ξαπλώσω. Όλη τη νύχτα άκουγα ένα βαθύ βουητό που δονούσε ρυθμικά τον τόπο, ένα συνεχόμενο μουντό κουδούνισμα, ίσως κάποιου υπερφυσικού ξυπνητηριού, που ερχόταν λες μέσ' από τις ρίζες των δέντρων, μέσ' από τους βυθούς της θάλασσας κι από τα σωθικά μου.

Το πρωί είχε κατέβει το καινούργιο ρέμα. Δεν υπήρχε κοίτη στην αμμουδιά, είχε σβήσει χωρίς ν' αφήσει το παραμικρό σημάδι. Μα το ποτάμι ήξερε, πάντα ήξερε. Ανοιξε καινούργια κοίτη, ακριβώς στη θέση της παλιάς. Χώρισε ξανά η αμμουδιά στα δύο. Οι όχθες στην άμμο σχηματίστηκαν ορθές, όπως όρμησε το νερό σκούρο καφέ, παρασέρνοντας ρίζες και κορμούς και πέτρες. Πέρασαν μέρες ώσπου να κοπάσει η ορμή του κι ηρέμησε, λαγάρισε σιγά-σιγά κι αποκοιμήθηκε κάποτε. Ονειρευόταν τότε, όπως όλα τα ρέματα ονειρεύονται. Κι όλο ρήχαινε, όλο ρήχαινε. Τα όνειρά του κόπηκαν κομμάτια, μια στέρνα εδώ, μια εκεί, μια λίγο παραπάνω. Στα πιο ψηλά, δεν κρατούσε σταγόνα νερό η πέτρινη κοίτη. Ήταν όλη στρωμένη μεγάλα ξεπλυμένα λιθάρια, σφηνωμένα το ένα δίπλα στ' άλλο, λεία και φωτεινά, με γλυκές σκιές, απαλές και τρυφερές σαν πούπουλα, με πόρους ανοιχτούς, ν' ανασαίνουν τη γιορταστική λάμψη του ήλιου και τη θεϊκή μοσχοβολιά των αρχέγονων καιρών της Δημιουργίας.

Εκεί παραπάνω, κατέβαινε στη ρεματιά μια μεγάλη πλαγιά, όπου έβοσκε ένα κοπάδι παπαρούνες κάθε άνοιξη. Με χώμα μόνο και νεράκι πλάθανε τα απόλυτα όρια της ερυθρότητας και ταυτόχρονα το όραμα της υπέρβασής τους, το όραμα που τις κρατούσε πάντα υγιείς, αισιόδοξες και κυματιστές στο παραμικρό φύσημα του αγεριού. Στην ακριβώς απέναντι πλαγιά, που ήταν απότομη και δύσβατη, μέσα από μια συστάδα βράχων σκεπασμένων ως πάνω με αρκουδόβατους, ανάβλυζε ολόχαρη μια πηγή κι έπεφταν τα νερά της σε μια μεγάλη γούβα, απ' όπου ξεχείλιζαν και τρύπωναν μέσα σε μια φαρδιά σχισμή στο γρανιτένιο πέτρωμα. Ακολουθώντας στη συνέχεια μια υπόγεια κατηφορική πορεία μέχρι το ίσωμα της ακτής, ξεπετιόνταν εκεί, με θόρυβο κι αφρίζοντας, απ' το πρασινισμένο στόμιο της βρύσης μιας μικρής λιθόχτιστης δεξαμενής.

Από τη βρύση της ακτής έπιναν όλα εκεί κάτω. γίδια, πουλιά, μέλισσες, άνθρωποι... Όταν δεν έπινε κανείς, έπινε μόνος του ο χρόνος, έπινε το μεδούλι του, μπολιαζόταν και ξανάνιωνε, ολόλευκος και άδειος. Τότε έβλεπα την αόρατη πόρτα της ακτής, μισάνοιχτη, ανάμεσα στη μνήμη και την προσδοκία. Βρέθηκε στο δρόμο μου η πόρτα εκείνη τη μέρα πάλι. Την έσπρωξα ελαφρά και συνέχισα… Πήγα ξάπλωσα στη σκασμένη κοίτη της ρεματιάς. Ήταν πλάι μου ένα ψόφιο ψαράκι που είχε λησμονήσει την εποχή και τον κόσμο του, ίσως και ν' απόκαμε όμως, ή και να μην κατάλαβε να γυρίσει πίσω στο πέλαγος, όταν αποκοιμόταν και στράγγιζε το ρέμα. Αλλά μπορεί και να είχε κρυφά ερωτευθεί εκείνον το γλάρο που έκοβε χαμηλές βόλτες πάνωθέ μας. Δεν ακουγόταν ούτε ο αέρας ούτε η θάλασσα. μόνο το φως ακουγόταν, μόνο το φως. Κι είδα άνθισαν οι καναπίτσες της όχθης, μάκρυνε η σκιά τους, μ' έφτασε και με σκέπασε. Ο γλάρος είχε χαθεί. απ' το ψαράκι είχε μείνει μόνο το γυμνό του κόκαλο. Κρατούσα στο χέρι μια μικρή σφαιρική ελαφρόπετρα, ιερό προγονικό φυλαχτό από κάποιο ηφαίστειο. Την έξυσα λίγο με το νύχι κι άκουσα μυριάδες χελιδόνια να τιτιβίζουν, μύρισα το άρωμα από μυριάδες ανθισμένα κρινάκια του γιαλού. Δεήθηκα στο ηφαίστειο, είδα τη λάβα στις πλαγιές να σβήνει κι αμπέλια να φυτρώνουν, να κρέμονται τα σταφύλια ως το χώμα, ίσα με το στόμα των σκαντζόχοιρων. Έμεινα εκεί μέχρι τότε που θυμόμουν. Η κοίτη της ρεματιάς επέστρεψε στη θέση της. Άκουσα βήματα πιο πάνω και γύρισα να δω πίσω μου. Στο άνοιγμα της αόρατης πόρτας της ακτής στεκόταν το αναίσθητο κορίτσι με το ίδιο φόρεμα σαν τότε. Δεν την περίμενα… Κατέβηκε την όχθη ανάμεσα στις καναπίτσες και ζύγωσε με πρόσωπο φρέσκο και φωτεινό. Νόμισα ήμουν γυμνός κι ένιωσα άβολα. Κουλουριάστηκα...
- Εδώ είσαι; με ρώτησε, σα να μ' έψαχνε.
- Επιτέλους, ξύπνησες! είπα εγώ.
- Α, όχι! απάντησε εκείνη.
- Τώρα δηλαδή...
- Τώρα είμαι εδώ.
- Ε, ναι, κι εγώ εδώ είμαι, αλλά...
- Εδώ, στο όνειρό μου περνούσες.
- Δεν γίνεται!
- Γίνεται, ονειρεύομαι. Πήγαινε να δεις, πήγαινε...

Ξεκουλουριάστηκα και βεβαιώθηκα πως δεν ήμουν πια γυμνός. Σηκώθηκα μουδιασμένος κι αναποφάσιστος. Την κοίταξα καλά-καλά κι έφυγα. Κάθε τόσο γυρνούσα και ξανακοίταζα. Εκεί ήταν, μόνο που λίγο-λίγο την έκρυβε το όχθωμα. Μόλις έφτασα στο μονοπάτι με τις φραγκοσυκιές, δεν φαινόταν τίποτα. Μπαίνοντας στην αυλή, είδα να βγαίνει ο Μπαρμπαμήτσος απ' την αποθήκη. Στάθηκε και με κοίταξε σαστισμένος...
- Τι έπαθες, σε κυνηγάει κανείς; φώναξε ο γέρος.
- Τι γίνεται Μπαρμπαμήτσο με το κορίτσι;
- Τίποτα δεν γίνεται!
- Δεν ξύπνησε το κορίτσι;
- Μπα, όχι!
- Τώρα μιλούσαμε!
- Έτσι θα σου φάνηκε! είπε και με τράβηξε απ' το χέρι μέσα στο δωματιάκι...
- Να, κοιμάται… λήθαργος είναι!
- Κι η άλλη κάτω στο γιαλό;
- Κι άλλη λιπόθυμη βρήκες;
- Όχι λιπόθυμη! Ετούτη, λέει, είναι κι ονειρεύεται...
- Εσύ θα ονειρεύεσαι μου φαίνεται.
- Καλά, Μπαρμπαμήτσο, θα ξαναπάω κάτω...
- Πες της και χαιρετίσματα!
- Αν θέλεις, έλα να δεις...
- Δεν προλαβαίνω τώρα. Μια ποντικίνα γέννησε ένα μιλιούνι μικρά και συγυρίζω την αποθήκη.

Ξανακίνησα, λοιπόν, για τη ρεματιά, για να διαπιστώσω μάλλον ότι δεν θα έβρισκα ψυχή πια. Όμως, ήταν ακόμα εκεί, πλαγιασμένη σε μια πέτρα στην όχθη και κοιμόταν. Της έπιασα τον ώμο κι άνοιξε τα μάτια… ανασήκωσε το κεφάλι και μου είπε ψιθυριστά...
- Γύρισες!
- Άργησα πολύ;
- Κοιμήθηκα, δεν ξέρω, θα είδα όνειρο, αλλά δεν θυμάμαι.
- Σε είδα εκεί στο κρεβάτι, κοιμάσαι ακόμα...
- Μα μόλις ξύπνησα, βλέπεις…
Την έβλεπα, αλλά τα μάτια μου έτσουζαν και δάκρυζαν. Έτσι ήταν πάντα η ουσία της πραγματικότητας, έτσι ήταν πάντα οι προδιαγραφές της όρασής μου. Η εικόνα της μου ήταν τόσο γνωστή, μα υπήρχε μονίμως μια άγνωστη εικόνα πίσω μου, μια εικόνα αβάφτιστη πίσω μου, όπου κι αν κοιτούσα. Το έβλεπα το είδωλό της, στην καθρέφτινη προέκταση της μίας, μοναδικής πραγματικότητας. Όταν όμως κοίταζα πίσω, μια άλλη μοναδική πραγματικότητα ερχόταν μπροστά μου κι ανέτρεπε την άλλη. Ήταν πολλά τα είδωλα κι όσο κοίταζα πολλαπλασιάζονταν. Ίδιες πραγματικότητες και ίδια είδωλα. Η μόνη σίγουρη αλήθεια ήταν η απόσταση μεταξύ τους. Αυτή ήταν η απλή αλήθεια, το διάστημα ανάμεσα σε δύο κάθε φορά είδωλα κι αυτή η απλή και αυτονόητη διαδικασία της ταύτισής τους, σ' ένα σημείο, σε μια συγκεκριμένη στιγμή...

- Πού είμαι; ρώτησε η εκείνη, μόλις έκανα να βγω απ' το δωμάτιο.
- Εδώ, μην ανησυχείς! της είπε ο Μπαρμπαμήτσος, κρατώντας το ποτηράκι με το ξίδι μπροστά στη μύτη της. Εκείνη βιάστηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι και κάθησε στην καρέκλα με ανακούφιση.
- Δεν πάμε καλύτερα στην αυλή; ρώτησε ο γέρος.
- Πάμε! είπαμε κι εμείς οι δυο ταυτόχρονα.
- Χαρά Θεού έξω! συμφώνησαν και τρεις γάτες μαζί.
Έξω γίνονταν πανηγύρια. Μεσοκαλόκαιρο πάλι τότε κι όλο ξεφωνητά ακούγονταν απ'
την αμμουδιά. Ο Μπαρμπαμήτσος φόρεσε το ξεφτισμένο ψαθάκι του κι έγειρε σ' ένα
κουβαριασμένο δίχτυ, κολλητά στον τοίχο. Κρατούσε μια μυγοσκοτώστρα στο ένα χέρι και στ' άλλο ένα καλάμι μακρύ, για τις γάτες, άμα πηδούσαν στο τραπέζι να γλείψουν τα πιάτα. Στο βαρύ ξύλινο τραπέζι έπεφτε μπαλώματα η σκιά της γέρικης κληματαριάς. Δεν φυσούσε καθόλου. Ολόγυρα οι μουριές φορτωμένες μούρα και τζίτζικες. Θα είχαμε κάποια κουβέντα, μα κάπου μας την έκοψε από μακριά η φωνή του κυρ-Αγγελή...
- Γεια σας, γεια και χαρά σας! φώναξε κι ερχόταν τρεχάτος. Άλλωστε, δεν τον είχα
ποτέ δει να περπατάει, όλο έτρεχε. και πάντα φορούσε το ίδιο χακί παντελονάκι ως τα γόνατα, με τσέπες υπερβολικά μεγάλες, έχοντας στη μία πάντα ένα φακό. Ήταν από την Αθήνα ο κυρ-Αγγελής.
- Καλώς τον κυρ-Αγγελή! φωνάξαμε όλοι μαζί.
- Κάτσε να πιούμε ένα ουζάκι, του είπε ο Μπαρμπαμήτσος και σηκώθηκε αργά-αργά
απ' το κουβαριασμένο δίχτυ. Πήγα κι έφερα το ούζο κι έκοψα ντομάτα με λίγο τυράκι.
- Πέρασα να σας αποχαιρετήσω, είπε ο κυρ-Αγγελής.
- Φεύγεις, ακόμα δεν ήρθες; διαμαρτυρήθηκε ο Μπαρμπαμήτσος.
- Είναι καιρός!
Τσουγκρίσαμε και ήπιαμε. Μιλήσαμε για το ένα και τ' άλλο, ξανατσουγκρίσαμε, ξαναήπιαμε, ξανατσιμπήσαμε και λίγο τυρί με ντομάτα...
- Πολύ καλό το ούζο, διαπίστωσε ο κυρ-Αγγελής.
- Απ' τα καλύτερα της Μυτιλήνης, του εξήγησα.
- Α, το κατάλαβα. Ωραιότατο νησί η Μυτιλήνη...
Το μπουκάλι άδειασε. Σηκώθηκε ο κυρ-Αγγελής, μας κοίταξε έναν-έναν στα μάτια, κοίταξε μια και πίσω του και είπε με επισημότητα...
- Εις το επανιδείν, αγαπητοί μου!
- Εις το επανιδείν, επαναλάβαμε κι εμείς.
- Αλλά… για σταθείτε μια στιγμή!
Έχωσε ο κυρ-Αγγελής το χέρι στην άλλη τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή. Στην άλλη, ως γνωστόν, είχε πάντα το φακό του.
- Λοιπόν, χαμογελάστε! μας διέταξε.
Χαμογελάσαμε για χάρη της φωτογραφίας, όση ώρα χρειάστηκε ο κυρ-Αγγελής να την τραβήξει. Μας αποχαιρέτησε μερικές φορές ακόμα, είπε και ξανάπε ότι η φωτογραφία θα αποσταλεί και έφυγε τρεχάτος όπως ήρθε.

Τα ξεφωνητά από το γιαλό δεν έπαψαν στιγμή. Οι γάτες, πάλι πεινασμένες, μας έφερναν γύρω-γύρω νιαουρίζοντας παρακλητικά. Ο πετεινός έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε στα πόδια του Μπαρμπαμήτσου.
- Πεινάς κι εσύ, πετεινέ; τον ρώτησε ο γέρος.
Ο πετεινός κορδώθηκε και λάλησε μέσα στ' αφτί του.
- Τα βλέπεις, Μπαρμπαμήτσο; Να γιατί δεν ακούς τόσο καλά! του είπα γελώντας.
- Δε φταίει ο πετεινός! Ο καιρός είναι που με κουφαίνει, όλο και πιο πολύ. Ο πετεινός από αγάπη το κάνει ο κακομοίρης.
- Κι ο καιρός από τι, δηλαδή;
- Χμ, ο καιρός! Ο καιρός από συμφέρον πάντα. Δεν θέλει και πολύ μυαλό.

Έβαλε τα γέλια η κοπέλα, γέλασε κι ο Μπαρμπαμήτσος και σηκώθηκε να ξαναπάει στο κουβαριασμένο δίχτυ του να ξαπλώσει. Τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Οι σφήκες βούιζαν από τη δίψα και τα τζιτζίκια τζιτζίριζαν του σκοτωμού, βυζαίνοντας τις μουριές.
- Πάμε να κολυμπήσουμε; τη ρώτησα.
- Πάμε! φώναξε και πετάχτηκε με μιας από τον πάγκο.
Με τόση ζέστη, δεν θα απορούσα καθόλου αν άφηνε ένα υγρό αποτύπωμα ιδρώτα στο σημείο που καθόταν. Όμως, ήταν ένα μεγάλο άθικτο τσαμπί ροδίτη στη θέση της στον πάγκο. Το είχε κλαδέψει ο Μπαρμπαμήτσος πρωί-πρωί απ' την κληματαριά. Ήταν ανεξήγητο…
- Για στάσου, κάτσε μια στιγμούλα, της είπα και την τράβηξα πίσω στη θέση της.
- Μα τι συμβαίνει; με ρώτησε και κάθησε απρόθυμα.
- Να, έλεγα...
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Πετάχτηκε πάνω κι έβαλε τις φωνές...
- Τι έπαθες; ρώτησα δήθεν αθώα.
- Πού βρέθηκε αυτό εδώ; είπε δείχνοντας το λιωμένο σταφύλι στον πάγκο κι έβαλε πίσω το χέρι να πιάσει για επιβεβαίωση το μουσκεμένο φόρεμά της.
Κραύγασε απ' τον πόνο έξαφνα, χλόμιασε με μιας. Για κακή της τύχη, την είχε τσιμπήσει μια απο το σμήνος τις σφήκες που έσπευσαν να χαρούν το γεγονός. Α, όχι, δεν θα ήθελα να ήμουν νεράιδα, σκέφτηκα. Σήκωσα ψηλά τη φούστα της κι είδα το σημαδάκι, ρόδινο και στρογγυλό. Δάγκωσε τα χείλη της. Ο Μπαρμπαμήτσος συνέχισε να κοιμάται στο κουβαριασμένο δίχτυ. Πήρα λίγο χώμα, το έφτυσα μερικές φορές και το έβαλα πάνω στο σημαδάκι της τσιμπηματιάς. Μου είχαν πει πως κάνει καλό. Της είπα κι εγώ ότι κάνει καλό κι έδειξε να νιώθει κάποια ανακούφιση.

Τελικά, κολυμπήσαμε. Μετά το κολύμπι ο ήλιος ήταν όλο ευγένειες κι αβρότητες, διέστελνε τις ματιές, παράτεινε τα χάδια και τα όνειρα… κόλλαγε η άμμος στο κορμί μας, ναρκωνόμασταν απ' την αιγαιοπελαγίτικη άλμη, που έδινε και μια σπάνια γεύση στα φιλιά... Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω. Τη ρώτησα ψιθυριστά στ' αφτί...
- Γλυκιά μου νεραϊδίτσα, μ' ακούς;
- Μμ...!
- Πες κάτι!
- Κάτι; Τι κάτι;
- Ό,τι θέλεις, για σένα, πες για τα... παιδικά σου χρόνια.
- Α, για τα παιδικά χρόνια μιας... νεράιδας. Κάποτε, λες, ήμουν παιδάκι και τώρα μεγάλη. Πόσο δηλαδή μεγάλη τώρα;
- Υπολογίζω πως είσαι γύρω στα...
- Αστο καλύτερα. Δεν ξέρω τι θα έλεγες, αλλά μπορεί και τόσο... Μη μου βάζεις ιδέες!
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Γι' αυτό κι εγώ δεν ήθελα να σε κουράσω με τέτοια.
- Κούρασε με, δεν πειράζει.
- Κοίτα να δεις, το μόνο που ξέρω είναι ότι νιώθω πια κάπως αλλιώτικη. Δεν μ' αλλάζουν τα χρόνια κι οι καιροί. Μόνο η βιασύνη μ' αλλάζει κι οι ανικανοποίητες επιθυμίες. Και νιώθω τότε πιο υλική, όλο και πιο φθαρτή, και μυρίζω μια ανυπόφορη μυρωδιά οξείδωσης στον αέρα που εισπνέω. Αυτή δηλαδή που εισπνέεις κι εσύ…
- Δεν την έχω αισθανθεί ποτέ.
- Πώς να την αισθανθείς; Πάντα έτσι ήταν… με τι να τη συγκρίνεις;
- Θες να πεις ότι τότε αλλάζει κάτι στον... αέρα;
- Ο αέρας είναι πάντα ο αέρας. Αν όμως δεν υπήρχε αυτή τη μυρωδιά, που έτσι κι αλλιώς δεν τη μυρίζεις, τότε θα κινδύνευες να δηλητηριαστείς από την εισπνοή κι αυτής της πελαγίσιας αύρας.
- Μου φαίνεται παράλογο, μα ευτυχώς αν είναι έτσι.
- Για μένα όμως είναι αλλιώς. Γίνομαι τόσο βαριά τότε... τόσο υλική…
- Όπως όταν ξανακάθησες στο σταφύλι...
- Έτσι κατάλαβα… ανυπομονούσα να έρθουμε για κολύμπι. Ο αέρας βρώμησε κλούβιο αυγό, κόντεψα να πνιγώ.
- Α, δεν κάνεις για τη ζωή της πόλης εσύ. Μα για τα παιδικά σου χρόνια δεν είπες τίποτα.
- Δεν ξέρω τι...
- Δεν ξέρεις;
- Ειλικρινά, δεν πάει ο νους μου.
- Εννοείς πως δεν θυμάσαι;
- Όχι, δεν είναι αυτό. Απλώς, δεν έχω σχέση μ' αυτά τα πράγματα... Είναι τόσο εξωπραγματικά. Άλλωστε, γι' αυτό είναι και τόσο πρακτικά στην καθημερινότητα. Μια πρακτική σχέση είναι, ούτως ή άλλως, εξωπραγματική. Μια σχέση χωρίς ψυχή δεν την θεωρούν άψυχη, μα λειτουργική. Και πώς να ξεχωρίσεις εκείνο που διαρκεί μια ζωή από εκείνο που μόλις μια στιγμή; Υπάρχει αληθινό κριτήριο; Το μόνο που μπορείς να πεις είναι η μνήμη, όχι τι ζω, αλλά τι θυμάμαι...
- Ε, ναι, δεν είναι και πολύ αξιόπιστο κριτήριο. Πολύ ρευστό και υποκειμενικό...
- Δεν αρκεί αυτό για να με τοποθετήσει κάπου, κάπου στο χώρο και το χρόνο. Και τι θυμάσαι εσύ; Θυμάσαι μήπως πόσο καιρό με ξέρεις και σε ξέρω;
- Έτσι νομίζω. Εσύ τι λες;
- Ναι, θυμάσαι. θυμάσαι αυτά που νομίζεις, αυτά που νομίζουν όλοι ότι θυμούνται. Κι επειδή έτσι νομίζουν όλοι, δεν διστάζεις κι εσύ να κομματιάζεις το χρόνο, όσο το ζητούν οι φυσικοί σου περιορισμοί. Όμως, ο χρόνος δεν είναι ένα καρβέλι ψωμί ή ένα πεπόνι, να κόβεις φέτες. Δεν μένει πια ίδιος. Κι έτσι μπορείς, λοιπόν, να διακρίνεις το ονειρικό απ' το πραγματικό, το υποκειμενικό απ' το αντικειμενικό, το παρόν απ' το παρελθόν ή το μέλλον, ακόμα και την ύπαρξη απ' την ανυπαρξία. Είναι αστείο...
Γύρισε το βλέμμα της στο πέλαγος βαθιά, σα να χαμογελούσε, όσο εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ πού τα ήξερα τα λόγια της. Τα ήξερα από πριν, κι όταν την άκουγα, ήξερα τι θα 'λεγε μετά, σα να ήταν η σκέψη μου στα χείλη της. Γύρισε πάλι και με κοίταξε στα μάτια, με εκείνη την καλαίσθητη παιχνιδιάρικη σοβαρότητα, που όλο και πιο σπάνια συναντάς σήμερα...
- Δεν έχει να κάνει ο χρόνος με ηλικίες. Είναι ειδωλολάτρισσα η συνείδηση, τον βεβηλώνει το χρόνο, κάθε στιγμή...

Ήταν ξανά τα λόγια της μέσα στη σκέψη μου και μου φαίνονταν τα θυμόμουν. Της πρότεινα να ξαναβουτήξουμε στη θάλασσα. Είχε ήδη βουτήξει και την ακολούθησα. Η πολύτονη σιωπή του νερού έπλεε μαζί μας, ξυστά στις κροκάλες του βυθού, ένας παρατεταμένος συριγμός κι ένα γιγάντιο φωτεινό δίχτυ που είχε ρίξει ο ήλιος να μας ψαρέψει. Μα όλο ξεγλιστρούσαμε και πετούσαμε πάνω το κεφάλι να ρουφήξουμε αέρα. Κι ήταν ο χρόνος μας απλά διαστήματα ανάμεσα στις εισπνοές κι ανάμεσα στις εκπνοές μέσα κι έξω απ' το νερό. Αν είχαν τα πνευμόνια μου άλλες διαστάσεις, θα είχε κι ο χρόνος μου άλλες. Αλλά ποτέ δεν θα το ήξερα. Για κείνη, όμως, δεν θα άλλαζε τίποτα. Την έβλεπα που έφευγε όλο και μακρύτερα. Μπήκε μέσα στην πρασινωπή καταχνιά του βυθού και κάθησε σ' ένα μεγάλο χαλί από φύκια. Τα μαλλιά της ανέμιζαν σα να φυσούσε. Μου μιλούσε μα δεν την άκουγα, μπορεί να μου έλεγε επιτέλους για τα παιδικά της χρόνια. Ένα σμάρι ψαράκια έκαναν βόλτες γύρω της. Ήταν σαν μερικά χρόνια πριν και πάλι... όσα συνέβαιναν αυτή τη στιγμή.

Μερικά χρόνια πριν, ίδια εποχή, είχε προσγειωθεί ένα ελικόπτερο στην ακτή. Περνούσε τυχαία και τότε. Οι λουόμενοι όλοι μαζί τού έκαναν σινιάλο και το υποχρέωσαν να κατέβει. Πετάχτηκαν έξω δύο νοσοκόμοι ασπροντυμένοι κι έτρεξαν μ' ένα φορείο στον κύκλο που είχε σχηματίσει ο κόσμος. Στο κέντρο του κύκλου ένα σεντόνι σκέπαζε μια κοπέλα γυμνή. Σήκωσαν το σεντόνι λίγο… δεν ανάσαινε, μα το στόμα της μισάνοιχτο, σαν κάτι να έλεγε. Τη μετέφεραν αμέσως στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν. Ο κόσμος όλος παρακολουθούσε, μέχρι που το ελικόπτερο κρύφτηκε πίσω απ' την ψηλή βουνοκορφή.

Το γεγονός με τον καιρό ξεχάστηκε κι όλοι συνέχισαν το έργο τους στην παραλία. Κάπου οι μισοί δηλαδή ξάπλωσαν στην άμμο κι οι υπόλοιποι μπήκαν στο νερό. Τα μικρά παιδιά βολεύτηκαν ανάμεσα στην άμμο και το νερό. Ήταν όμως κι ένα παιδάκι που πήρε το μονοπάτι κατά το βουνό. Ξεμάκρυνε μονάχο του και χάθηκε, χωρίς να τ' αναζητήσει κανείς. Όταν γύρισε πίσω, βαστούσε στην αγκαλιά του ένα σκουριασμένο κλουβάκι. Πήγε σ' ένα βράχο στην άκρη του όρμου, όπου είχε αφημένη την πετονιά του απ' την τελευταία φορά που ψάρευε. Ούτε δόλωμα, αλλά ούτε αγκίστρι και βαρίδι είχε μείνει. Έπιασε κι έδεσε στην άκρη της πετονιάς το άδειο σκουριασμένο κλουβάκι και το πέταξε στη θάλασσα, όσο πιο μακριά μπορούσε. Κάθησε μετά σε μια πέτρα και περίμενε. Περίμενε υπομονετικά, ώσπου λίγο-λίγο γέρασε, άσπρισαν τα μαλλιά του κι όλοι πια το φωνάζανε μπάρμπα...

Όταν άρχισε να χαλάει ο καιρός, έφυγαν οι παραθεριστές κι έμεινε μόνος στο γιαλό ο Μπαρμπαμήτσος με την πετονιά του. Ο ουρανός έφραξε από μαύρα βαριά σύννεφα, φούσκωσε η θάλασσα, μελάνιασε. Αγρια θάλασσα κι απότομη. Αρχισε να βρέχει. Ο Μπαρμπαμήτσος έδεσε θηλειά την πετονιά σ' ένα σουβλερό βραχάκι δίπλα του και πήγε να καλυφτεί σε μια καλαμένια καλύβα παραπάνω, που ο ίδιος την είχε φτιάξει κάποτε. Παρατηρούσε από κει την αγριεμένη θάλασσα υπομονετικά, όταν ξαφνικά πίσω απ' το βορεινό κάβο είδε να ξεμυτίζει ένα μεγάλο ιστιοφόρο. Τρόμαξε κι έκανε το σταυρό του. Πού βρέθηκε τέτοιο καράβι, δεν πίστευε στα μάτια του! Και σα να μην έφτανε αυτό, εμφανίστηκε κι ένα δεύτερο ολόιδιο. Τα είχε χάσει ο Μπαρμπαμήτσος. Σκέφτηκε πως αν τα έλεγε αυτά, κανένας δεν θα τον πίστευε. Έρχονταν προς τα έξω τα καράβια, με χίλια ζόρια μέσ' απ' τα θεόρατα κύματα και κατευθύνονταν προς το μακρόστενο βουναλάκι του όρμου, που ήταν αποκομμένο απ' την υπόλοιπη ακτή. Το βουναλάκι σχημάτιζε μια αγκάλη κι ένα αρκετά ασφαλές λιμανάκι, όπου έκοβε ο άνεμος και το κύμα. Τα δυο μεγάλα ιστιοφόρα πλησίασαν και μπήκαν στο λιμανάκι. Κίνησε κι ο Μπαρμπαμήτσος κατά κει, παρά τη βροχή και το φόβο που ένιωθε. Ήταν η περιέργεια που του έδωσε θάρρος. Από το πρώτο σκάφος πήδηξαν έξω δυο άτομα και, μόλις τον είδαν, έκαναν κι αυτοί προς το μέρος του. Ήταν λες αρματωμένοι, δεν έμοιαζαν όμως πειρατές. Ο πρώτος σήκωσε το χέρι ψηλά και φώναξε από απόσταση στον Μπαρμπαμήτσο...
- Homo, quid est hic;
Ο Μπαρμπαμήτσος δεν κατάλαβε. Σήκωσε κι αυτός το χέρι και θεώρησε σωστό να κάνει και μια υπόκλιση.
- Ubi sumus; ρώτησε ο δεύτερος.
Ο Μπαρμπαμήτσος πάλι δεν κατάλαβε, μα δεν ξανάκανε υπόκλιση. Είπε μόνο...
- Δεν καταλαβαίνω, να με συμπαθάτε!
- A Byzantio venimus. Quid est hic; επέμεινε ο πρώτος, δείχνοντας την άμμο στα πόδια του.
Έδειξε κι ο Μπαρμπαμήτσος την άμμο κι ύστερα έδειξε πέρα στο πέλαγος, λέγοντας...
- Αλλού, αλλού!
Δεν προχώρησε η κουβέντα, αλλά σε λίγο ήρθαν κι άλλοι απ' τα καράβια, που μερικοί μιλούσαν κάπως τη γλώσσα του γέρου και κατάφεραν τελικά να συνεννοηθούν. Τους είπε ο Μπαρμπαμήτσος ότι βρίσκονταν στο Λιμιώνα κι εκείνοι του εξήγησαν ότι έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και πήγαιναν για τους Αγίους Τόπους να βρουν τον Τίμιο Σταυρό. Η φουρτούνα τους είχε αναγκάσει να αναζητήσουν επειγόντως καταφύγιο και βρέθηκαν εκεί. Μαζί ήταν, λέει, κι η ίδια η αυτοκρατόρισσα, όμως δεν βγήκε απ' το καράβι. Πάντως, έδωσε αμέσως διαταγή να χτιστεί εκεί στην ακτή μια εκκλησία, μια μικρή Αγια-Σοφία.

Την άλλη μέρα έφτιαξε ο καιρός κι οι Βυζαντινοί τεχνίτες στρώθηκαν στη δουλειά. Πήραν μυρωδιά και μερικοί τσοπάνηδες και μαζεύτηκαν από τα γύρω βουνά, για να θαυμάσουν την τέχνη εκείνων των μαστόρων, όπως σκάλιζαν την πέτρα και το μάρμαρο, όπως δούλευαν το ξύλο κι έχυναν το μολύβι. Η θέση της εκκλησούλας ήταν απέναντι στην αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στην άλλη όχθη της ρεματιάς, ανάμεσα σε πανύψηλες βελανιδιές και πουρνάρια. Ο γέρος παρακολουθούσε το έργο από την αυλή του, καθισμένος σ' ένα καρεκλάκι και παίζοντας μακάρια το κομπολόι του. Απ' το πρωί ως το βράδυ, δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από κει κι άλλο τίποτε δεν τον ένοιαζε. Απ' την τόσο μεγάλη του αφοσίωση, όμως, δεν πρόλαβε και την αλεπού που σε ανύποπτο χρόνο τού έφαγε όλες τις χαϊδεμένες κότες του, οχτώ κότες, κι ήταν η μια καλύτερη απ' την άλλη. Ο μόνος που τη γλίτωσε ήταν ο πετεινός, αλλά έμεινε μόνος. Ο Μπαρμπαμήτσος ήταν απαρηγόρητος, τον λυπήθηκαν οι Βυζαντινοί κι ένας τον ρώτησε...
- Πόσο καιρό χρειάζεται ένας πετεινός να βρει ταίρι εδωπέρα;
- Δεν πρόκειται να βρει, αν δεν του βρούμε! απάντησε ο Μπαρμπαμήτσος ξερά.
- Εμείς έχουμε μερικές κότες μαζί μας. Θα πάω να μιλήσω στην αυτοκρατόρισσα, είπε ο Βυζαντινός και τράβηξε αμέσως για το καράβι.

Μετά από λίγο γύρισε εκείνος ο συμπονετικός Βυζαντινός, κρατώντας στα χέρια του μια τρομαγμένη πετρωτή κότα, που αναστάτωσε τον τόπο με τα κακαρίσματά της...
- Ορίστε, Μπαρμπαμήτσο, σου τη χαρίζει η αυτοκρατόρισσα.
- Χίλια ευχαριστώ, πες της, χίλια ευχαριστώ! Δάκρυσε ο γέρος απ' τη χαρά του.
Ήρθαν αργότερα στην αυλή κι άλλοι απ' τα καράβια, για να τον αποχαιρετήσουν. Η εκκλησούλα ήταν έτοιμη, μικρή αλλά εφτάπυλη. Βέβαια, έλειπε ο παπάς, μα θα βρισκόταν κάποτε κι αυτός. Λένε, πάντως, από κείνα τα χρόνια, ότι η αυτοκρατόρισσα άφησε εκεί ένα γραμματικό της για να γίνει παπάς, άφησε και μισή ντουζίνα χτιστάδες για να φτιάξουν χωριό παραπάνω. Κίνησαν λοιπόν κι οι τελευταίοι Βυζαντινοί για τα καράβια κι ο Μπαρμπαμήτσος τους ακολούθησε ως το λιμανάκι. Του είπε εκεί ένας αξιωματούχος ότι μ' αυτή την εκκλησούλα συμπληρώνονταν 999 εκκλησούλες που χτίστηκαν με εντολή της αυτοκρατόρισσας σ' εκείνο το μακρύ κι ατέλειωτο ταξίδι, και συνέχισε...
- Αν χρειαστεί κάπου να προσαράξουμε και πάλι, θα συμπληρωθεί μια χιλιάδα εκκλησούλες.
- Κατάλαβα, είπε ο Μπαρμπαμήτσος, στη Χιλιαδού θα πιάσετε μετά.
- Πού το ξέρεις, Μπαρμπαμήτσο;
- Το λέει το όνομα, δεν είναι τυχαίο.
Αφού ξαναχαιρετήθηκαν και του έταξαν οι Βυζαντινοί να ξανανταμώσουν, επιβιβάστηκαν στα πλοία και σάλπαραν. Ήταν όλο γλύκα τώρα ο καιρός. Ξανοίχτηκαν με χάρη στο πέλαγος, κι ο Μπαρμπαμήτσος, με σηκωμένο το χέρι, φώναζε απ' την ακτή: με το καλό, να ξανάρθετε, να ξανάρθετε με το καλό!

Όταν χάθηκαν τα πλεούμενα κατά τα νοτιοανατολικά, γύρισε κι ο γέρος στο κονάκι του να ξαποστάσει. Περνούσε ο καιρός, άλλοτε με καλοσύνη κι άλλοτε όχι. Κι ήρθε κάποτε μια φοβερή κακοκαιρία, που όμοιά της δεν ξαναϋπήρξε. Έβρεχε ακατάπαυστα μέρα-νύχτα κι οι κεραυνοί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Πλημμύρισε όλος ο τόπος, το ρέμα όλο φούσκωνε και φάρδαινε, παρασέρνοντας τα πάντα με την ορμή του. Ούτε κι εκείνη η εφτάπυλη εκκλησούλα τη γλίτωσε. Όχι πως δεν ήταν γερά χτισμένη, ήταν και παραήταν. Μόνο που έφυγε όλη η γης από κάτω της και σώριασε η εκκλησούλα. Σκόρπισαν οι πέτρες, πάνε τα μάρμαρα κι οι μολυβένιοι τρούλοι, δεν έμεινε τίποτα. Τα πήρε όλα το ρέμα και τ' απόθεσε κάτω στο γιαλό, μπαζώνοντας κι όλο εκείνο το τμήμα της θάλασσας ανάμεσα στο μακρόστενο βουναλάκι και στην ακτή.

Ήρθε κι ο καιρός που έμελλε να πάψει η βροχή. Ο ήλιος κάθε μέρα δεν έκανε άλλο απ' το να στεγνώνει τον τόπο. Κι ερχόταν ο κόσμος, όλο και πιο πολύς. Βέβαια, οι
παραθεριστές δεν μπορούσαν να υποψιαστούν πόσα είχαν γίνει σ' εκείνη την ερημιά. Ήταν μονίμως ξένοιαστοι και μετρούσαν με αγωνία τις μέρες του καλοκαιριού, καθώς περνούσαν βιαστικά. Μια από εκείνες τις μέρες προσγειώθηκε ξανά στην αμμουδιά ένα ελικόπτερο, κάνοντας έξαλλη την άμμο. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του και είδαν να βγαίνει μια άγνωστη κοπέλα με τη βοήθεια δύο νοσοκόμων, που τη συνόδεψαν ως λίγο παραπέρα κι είπαν στον κόσμο ότι είχε γίνει λάθος, η κοπέλα ήταν ζωντανή και υγιής. Χαιρέτησαν κι οι δυο τους χαμογελώντας, μπήκαν στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν.

Ύστερα συνεχίστηκε η γνωστή ιστορία με τους μισούς στο νερό, τους μισούς στην άμμο και τα παιδιά ανάμεσα στο νερό και την άμμο. Εγώ ξανατίναξα το κεφάλι πάνω απ' το νερό να ρουφήξω με λαιμαργία ακόμα λίγο οξυγόνο. Η νεραϊδίτσα ήταν ξεχασμένη στον ίσκιο ενός αμφίβιου βράχου. Όταν, μια απ' τις πολλές που με είδε να βγάζω το κεφάλι, σήκωσε το χέρι και μου έγνεψε να πάω κοντά της. Βγήκα και πηδούσα σαν ακρίδα στη ζεματιστή άμμο που μας χώριζε. Την αγκάλιασα στον ίσκιο του αμφίβιου βράχου και μείναμε έτσι. Λίγο παραπέρα, ο Μπαρμπαμήτσος μάζευε την πετονιά του. Κάπου πίσω μας, κάποιοι μετρούσαν κέρματα ή μάλλον έπαιζαν με κέρματα και τα κουδούνιζαν εκνευριστικά. Έγειρα κι ακούμπησα το μάγουλό μου στο γλουτό της. Οι πόροι στο δέρμα τη, από τόσο κοντά που τους κοίταζα, μου θύμιζαν κουτοπόνηρη διαφημιστική καμπάνια. Ένα βοτσαλάκι έκανε αισθητή την ταπεινή παρουσία του μέσα από την αυξανόμενη ενόχληση στο πλευρό της. Μετακίνησε λίγο το γοφό της κι ένα δροσερό αεράκι πήγε να κάνει τσουλήθρα στη ράχη της. Οόπ, έκανε τ' αεράκι, καθώς γλίστρησε άγαρμπα κι έπεσε πρόωρα. Το πήρα στις δυο μου χούφτες και το ξανανέβασα στον ώμο της. Εκείνη, ίσως για να δώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, φλετούρισε αυτόματα τον ώμο της, μα το αεράκι κατάφερε να ισορροπήσει και να επιχειρήσει μια πιο επιτυχημένη τσουλήθρα. Χαμογελούσε τότε, χαμογελούσε αιθέρια, αφημένη για πάντα μέσ' στην αγκαλιά μου. Φιλούσα το χαμόγελό της στην άκρη στα χείλη της μια ολόκληρη ζωή. Χαμογελούσε και την έπνιγα στα φιλιά. Μόνο από φιλιά θα μπορούσε στ' αλήθεια να πνιγεί, να ξεψυχήσει σα να ήταν το πιο απίστευτο ψέμα. Κι άρχισε τ' αηδόνι της πλατανιάς να μοιρολογεί στην κατάλληλη ώρα, ένα πολύ μακρύ μοιρολόι και τόσο επίμονο που όλα τα ζωντανά και τ' άψυχα υπόκυψαν στο μάγεμα και ζήλεψαν το θάνατό τους.

Δεν άλλαξε όμως τίποτε εκείνο το απόγευμα, αν κι ο τόπος γέμισε απουσίες, άλλες ορατές κι άλλες αόρατες. Ο Μπαρμπαμήτσος μάζεψε επιτέλους την πετονιά του και στην άκρη της δεν υπήρχε ούτε ψάρι ούτε αγκίστρι ούτε κι ένα σκουριασμένο κλουβάκι. Έτσι, αντίκρισα πρώτη φορά την απουσία ενός σκουριασμένου κλουβιού, ολοζώντανη. Την έσερνε ο γέρος προς το μέρος μου, καθώς με πλησίαζε, αλλά όπως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, δεν πρόσεχε μπροστά του και σκόνταψε δίπλα μου, στην πνιγμένη νεράιδα. Τότε με κοίταξε με έκπληξη και δικαιολογήθηκε ότι τον χτύπησε ο ήλιος. Την ίδια στιγμή, ένιωσε ένοχος ο ήλιος, αν και ήξερε πως δεν έφταιγε. και, δύοντας απροειδοποίητα, μουρμούρισε: αν με ξαναδείτε, να με φτύσετε! Ναι, να με φτύσετε!

Στο ασημένιο βραδάκι του γιαλού συνάχτηκαν ύστερα τα σμήνη οι σκνίπες και τα κουνούπια. Το αηδόνι της πλατανιάς με το ταίρι του άρχισαν το κυνήγι, δίνοντας προσωρινά το λόγο στα τριζόνια, ενώ η νεραϊδίτσα η πνιγμένη δεν έκανε άλλο από το να μαζεύει το σάλιο της σε μια λακκουβίτσα στην άμμο, για να φτύσει τον ήλιο το πρωί, όταν μάλλον θα έβγαινε ξανά και θα… έβγαινε ψεύτης. Τράβηξε ο Μπαρμπαμήτσος μια μοναχική βόλτα ως την άλλη άκρη της αμμουδιάς, σα για να επιθεωρήσει, κι ήρθε πάλι πίσω αιωρούμενος στ' ανάλαφρο θερμό σκοτάδι. Δίπλα μου σκόνταψε και πάλι. Δεν δικαιολογήθηκε βέβαια ότι τον χτύπησε πάλι ο ήλιος, μα ούτε κι ότι έφταιγε η σκοτεινιά...
- Κάτι υπάρχει εδώ χάμω! διαπίστωσε και μου έδειξε την πνιγμένη νεράιδα.
- Ναι, είναι μια νεράιδα πνιγμένη, πνιγμένη από φιλιά! του είπα κι ο γέρος έσκασε στα γέλια και στο βήχα...
- Νεράιδα πνιγμένη από φιλιά; Αυτά δεν γίνονται στον καιρό μας.
- Στο δικό της όμως τον καιρό;
- Α, ναι! Στο δικό της μπορεί... Αλλά στο δικό μας αυτά δεν γίνονται, δεν πνίγεται κανείς σήμερα από φιλιά!

Δεν συνεχίσαμε την κουβέντα, είχε περάσει η ώρα και κινήσαμε για το σπίτι. Όσο πηγαίναμε, σκυφτοί κι αμίλητοι, αναρωτιόμουν μήπως ήμουν ακόμα στον καιρό της νεράιδας, μήπως ήμουν ακόμα μέσα στον ύπνο της, μήπως με γέλασε η νεράιδα και συνέχιζε να είναι σε δυο μεριές και τώρα... Φαινόταν πως είχε κι ο Μπαρμπαμήτσος τις σκέψεις και τις απορίες του, κι άμα φτάσαμε στην αυλή και καθήσαμε στον πάγκο, κάτω απ' το φεγγαρόφωτο και την κληματαριά, με ρώτησε με σιγανή φωνή, μην και τον ακούσει τάχα κανείς...
- Δε μου λες, μαντίλι είχε η νεράιδα;
- Δεν ξέρω...
- Δεν ξέρεις; Μόνο αν της πάρεις το μαντίλι, την κρατάς. Και μόνο αν το κάψεις, πεθαίνει. Δηλαδή δεν τη βλέπεις να πεθαίνει, γιατί γίνεται σκόνη, καπνός και χάνεται για πάντα. Αλλιώς...
- Αλλιώς τι;
- Αλλιώς δεν είναι νεράιδα.
- Και τι να ήταν εκείνη;
- Αν δεν ήταν νεράιδα, τι θα ήταν; Κανονική γυναίκα θα ήταν...
Συμφώνησα μαζί του. Ή ήταν νεράιδα ή δεν ήταν, λοιπόν. Είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε πια. Ένιωσα ανακουφισμένος απ' το ξεμπέρδεμα της σκέψης μου κι ανέβηκα να ξαπλώσω. Μα δεν με κόλλαγε ύπνος, γύριζε ο νους μου εδώ κι εκεί, σ' ένα σωρό πράγματα που φορές δεν ήξερα αν τα είχα φανταστεί ή τα είχα ζήσει. Θυμήθηκα τότε το κόκκινο μαντίλι, εκείνο το κόκκινο μαντίλι που βαστούσα έξω απ' το ξωκλήσι. Ποτέ δεν έμαθα πώς βρέθηκε στα χέρια μου... ή πώς χάθηκε απ' τα χέρια μου. Αποκοιμήθηκα...


[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]