Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΙΚΑΚΗΣ (8)

"ΟΛΙΓΑ ΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΑΝΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΡΙΚΑΚΗ"
'Ενα διήγημα αφιερωμένο στη μνήμη του, που έγραψα το Νοέμβρη του 2000, πέντε σχεδόν μήνες μετά το θάνατό του.


Κήρινθος, τέλη Νοέµβρη, θολό απόβραδο, μονότονο ψιλόβροχο, κι άντε πάλι τσάρκα, το γνωστό δρομολόγιο... Πρώτη στάση στην µπακαλοταβέρνα του Φίφα, για τσίπουρο, θυμοσοφίες, αψιμαχίες. Ύστερα, ανηφόρα στου Τζακ το ουζερί, για τα ίδια πάλι, αλλά σε επίπεδο τάχα πιο εξελιγμένο. Τρίτη και τελευταία στάση στου Νικολάρα τη χασαποταβέρνα, για πιο ενστικτώδεις καταστάσεις, µε τα σφάγια κρεµασµένα μπροστά στα μούτρα µας. Και µε αντιδράσεις απρόβλεπτες και, χωρίς κανένα λόγο, χριστοπαναγίες ...
Επιστροφή από άλλο δρόμο, συντομότερο, καλντερίμι γλιστερό, ώρες πρωινές.
Και το ψιλόβροχο αιώνιο, να µας συντροφεύει, μέχρι της Αβερωφίνας το κονάκι, εκεί στα παράσπιτα, όπου έμενε δοξαστικά και ταπεινά εδώ και μια δεκαετία τώρα. Και όλο λέγαμε, και όλο αλλάζαμε θέμα, για να τα προλάβουμε όλα.
Όσο γυρίζαμε, βασανιζόμουν αν έπρεπε να του το πω. Και σύμφωνα µε τα ημερολόγια όλο μεγάλωνε ο καιρός, είχαν κιόλας πέντε μήνες περάσει. Αλλά δίσταζα, δεν το έπαιρνα απόφαση. Ίσως να είναι απροετοίμαστος, σκεφτόμουν κάθε φορά. Το ανέβαλλα συνεχώς.
Μπήκαμε σπίτι, µας υποδέχτηκαν σκυλιά και γάτες πανηγυρίζοντας. Όπως πήγε να σκαλίσει, να αναστήσει τη φωτιά στο τζάκι, ακούστηκαν µπουµπουνητά. Γύρισε, µε κοίταξε καλά-καλά και µε ρώτησε:
- Σκέφτηκες ποτέ να πας από κεραυνό;
-Όχι, ποτέ!
- Ο καλύτερος θάνατος, είπε ... λες και ήξερε, ο καλύτερος θάνατος.
Βρήκα τότε το θάρρος. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να του θέσω το ζήτημα...
- Ξέρεις, λένε ότι έχεις...
Δεν μπόρεσα, όμως, να συνεχίσω.
- Τι έχω, βρε παιδί μου;
Είχε νευριάσει. Μετάνιωσα και δικαιολογήθηκα...
- Μου είναι δύσκολο, ξέρεις ...
- Α παράτα µας!
Σωπάσαµε για λίγο. Το πήρα όμως απόφαση, έπρεπε επιτέλους να του το πω...
- Ε, λοιπόν, λένε ότι έχεις... πεθάνει! Έτσι λένε, δηλαδή, το άκουσα, έτσι άκουσα…
- Χέστηκα! Και νόμιζα ότι θα ήταν τίποτα σοβαρό, να το ψάχναμε λιγάκι ...
- Πάντως, σε θρήνησαν έμαθα. Έκλαψαν, είπαν μάλιστα κι επαίνους…
- Να τους βάλουν εκεί που ξέρουν τους επαίνους τους και να µε αφήσουν ήσυχο εμένα. Έχω τόσες δουλειές! Αλλά αυτό που µε βασανίζει τώρα είναι που ξημερώνει Κυριακή . Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Άι σιχτίρ! Θα µας ξεκουφάνουν πάλι µε τις ηλεκτρικές καμπάνες τους και τα μεγάφωνα… μια πόρτα η εκκλησία! Και τι φταίω εγώ; Εδώ σε θέλω κύριε! Πού είναι ο πολιτισμός, πού είναι το γαµηµένο το κράτος;
Ήταν σαν να άκουγε ήδη τις κυριακάτικες καμπάνες της διπλανής εκκλησίας κι είχε εξοργιστεί προκαταβολικά. Σηκώθηκε απότομα από το σκαμνί κι έβαλε δυνατά Βάγκνερ στο κασετόφωνο, "Τανχόιζερ" συγκεκριμένα. Κάθισε ύστερα στο κρεβάτι και σκούπισε σχολαστικά µε τις χούφτες του τα σάλια του γέρο-σκύλου. Είχε φουντώσει για τα καλά το τζάκι. Έφερε το ουίσκι ...
-Να πιούμε ένα και για ύπνο! Θέλεις παγάκι;
- Α, όχι, όχι παγάκι! του φώναξα και πετάχτηκα να σταματήσω το χέρι του, καθώς έκανε
ν' αφήσει το παγάκι στο ποτήρι µου. Τα σιχαινόμουν τα σάλια του σκύλου, αλλά αυτός τα είχε σαν αγίασµα. Μετά από λίγη σιωπή, καθώς µας είχε καθηλώσει ο Βάγκνερ, άρχισε να µονολογεί, λες και δεν ήμουν πια εκεί… .
- Δεν μπορώ να καταλάβω τι µε νοιάζει εμένα αν έχω πεθάνει! Αν λένε, δηλαδή, πως έχω πεθάνει. Τόσα και τόσα λένε… Κάτι τρέχει στα γύφτικα...
Εγώ, βέβαια, είχα μάθει ότι τον περασµένο Ιούνη έγινε η κηδεία του. Δεν είχα πάει, μου φαινόταν υποκριτικό να πάω στην κηδεία του. Έτσι, ούτε αποδείξεις έχω τώρα. Αλλά ούτε και οι άλλοι έχουν αποδείξεις, ότι είμαστε εδώ στα τέλη του Νοέµβρη φέτος. Τι θα πούνε, ότι κάνω παρέα µε πεθαμένους, ότι μιλάω και τσακώνομαι µε έναν πεθαμένο; Δεν έχουν αποδείξεις…
Είχα αποκοιμηθεί, γέρνοντας δίπλα στο τζάκι. Με σκούντησε και πετάχτηκα. Ο Βάγκνερ είχε τελειώσει. Σα να έβλεπα φάντασμα ξαφνικά...
- Τι έπαθες, κανένα φάντασμα βλέπεις;
Δεν μπορούσα να μιλήσω. Αυτός γελούσε…
- Κοιμήθηκες του καλού καιρού. Άντε στο κρεβάτι τώρα, σαν άνθρωπος. Ακόμα και τα σκυλιά στο κρεβάτι κοιμούνται εδώ.

Το είδωλον του Δημητρίου Ρικάκη εισερχόμενον εις την θύραν του εν Κηρίνθω οικίσκου του - η αυλή είχε πλέον μετονομασθεί εις Οδόν Σόλωνος.

Ξημέρωσε πάλι Κυριακή. Ξύπνησα από τις καμπάνες και τις βρισιές. Καφές, µε Βάγκνερ πάλι. Σύντομος απολογισμός της βραδινής εκστρατείας, ο ίδιος πάντα απολογισμός, κι εξόρμηση µε το αρχαίο "Βάρτµπουργκ" στο Μαντούδι.
Στο δρόμο μάς μούντζωναν οι οδηγοί που µας προσπερνούσαν. Έλεγα επειδή πήγαινε πολύ αργά και σχεδόν στη μέση του δρόμου. Μας μούντζωναν πάντως κι αυτοί που έρχονταν αντίθετα…
- Μα τι συμβαίνει κι όλοι μας μουντζώνουν; τον ρώτησα γεμάτος απορία.
- Πού τις είδες τις μούντζες, βρε παιδί µου; Μας χαιρετούν οι άνθρωποι!
- Τους ξέρεις όλους αυτούς;
- Κάπου θα τους ξέρω, δεν μπορεί!
Μετά κατάλαβα, όταν κοίταξα πίσω και είδα ένα τεράστιο σύννεφο άσπρου καπνού να µας ακολουθεί. Νόμισα πήραμε φωτιά κι έβαλα τις φωνές, αλλά δεν ανησύχησε καθόλου. Μόνο παραδέχτηκε ότι υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα στην καύση του λαδιού, το οποίο, προς το παρόν, δεν θα έπρεπε να µας απασχολεί!
Στην πλατεία στο Μαντούδι δεν συναντήσαμε τον Αντώνη τον Λάμπρου ούτε τον Γιώργο τον Χονδρογιάννη. Γλιτώσαμε ευτυχώς και την ερώτηση την καθιερωμένη: "Τι είχατε και σκούζατε έτσι χτες το βράδυ;". Εγώ θα τσιμπούσα και θα ρωτούσα αμέσως: "Πού µας ακούσατε;". Ήταν βλέπεις δεδομένο ότι θα γινότανε μεγάλος φιλοσοφικός καβγάς, όπου κι αν είχαμε πάει, στα ταβερνεία της Κηρίνθου... Εντελώς συμβατικά, παραγγείλαμε ουζάκι στο μεγάλο καφενείο της πλατείας, κι ο μεζές μπαγιάτικο καραβιδάκι όπως πάντα, που βέβαια το φτύσαμε, όπως πάντα.
Χωρίς χρονοτριβές, µπήκαµε στο "Βάρτµπουργκ", όπου µας περίμενε υπομονετικά ο "Ραπ" και κινήσαμε για Κρύα Βρύση, µε το τεράστιο σύννεφο καπνού από κοντά. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Στην Κρύα Βρύση µας περίμενε η ταβέρνα του Γιάννη του Αλεξανδρή ή Σοφού και, εναλλακτικά, της Χρυσούλας, η μια απέναντι στην άλλη.
Παρκάραμε άκρη στην αυλή του Σοφού και βγήκαμε συντονισμένοι, να πάμε να κατουρήσουμε στα σκίνια, δίπλα στο εξοχικό του φίλου Μικέ Κουτούζη, ο οποίος πριν δύο μήνες είχε επιστρέψει στην Αθήνα, έχοντας ξεχάσει να υποστείλει τη σημαία του, ένα λευκό πανί που απλώς έγραφε "Καλάµ καβαλάµ".
Εν τω μεταξύ, ο Σοφός είχε βγει στην πόρτα του μαγαζιού του και τα έχασε σαν είδε το θρυλικό "Βάρτµπουργκ" στην άκρη της αυλής. Έκανε το σταυρό του και σύντομα έβαλε τις φωνές, άναρθρες κραυγές... Τον άκουσε ο Νίκος ο Καταραχιάς, που ήταν πέρα στο χωράφι του ...
- Τι φωνάζεις, ρε Σοφέ;
- Τρέξε Νίκο! Είναι 'δωπέρα το αμάξι του! Είναι μέσα και ο "Ραπ"… που είχε φάει τη φόλα πρόπερσι!
- Και τι κάνεις έτσι, ρε; φώναξε ο Καταραχιάς, τρέχοντας κατακεί.
-Να μην κάνω έτσι; Τόσο πένθος είχαμε!
- Καλά κάναμε και είχαμε! Αλλά του ανάβεις κανα κεράκι; τον ρώτησε αυστηρά, έχοντας ήδη φτάσει κοντά του.
- Πού να προλάβω, ρε, µε τόσες δουλειές! Μα στην κηδεία του πήγα, δεν μπορεί κανείς να πει κουβέντα!
Τους ακούγαμε, όπως γυρνούσαμε απ' το κατούρημα. Μου είπε να σταθώ πίσω και προχώρησε αυτός μπροστά. Ο Σοφός είχε παγώσει στο σκαλοπάτι ...
- Και ποιος σου έδωσε, ρε Σοφέ, το δικαίωμα να πας στην κηδεία µου;
-Εγώ... ποιο δικαίωμα, εγώ το χρέος µου έκανα!
- Το χρέος σου είναι να φτιάχνεις κανένα μεζέ της προκοπής και να σερβίρεις καλό τσίπουρο, αυτό απ' το χωριό της γυναίκας σου, αλλά και να µη µας γδέρνεις!
- Κι εγώ πήγα στην κηδεία σου, αλλά δε χρειάζεται να το κάνουμε βούκινο! είπε συγκαταβατικά ο Καταραχιάς.
- Δεν μπορώ να καταλάβω τι μύγα σας τσίμπησε όλους και λέτε μαλακίες! Πάμε να κάτσουμε ...
Φάγαμε, ήπιαμε, τσακωθήκαμε και στην κατάλληλη ώρα άρχισε το "τζουµ τριαλαριλαρό, βάρκα γιαλό"... Εγώ είχα βγάλει το μπλοκάκι κι έγραφα. Μόλις το αντιλήφθηκε, µε κοίταξε δήθεν επιτιμητικά και, απευθυνόμενος σ' όλον τον περίγυρο των τραπεζιών, που για χάρη του είχαν ήδη γεμίσει, µε έδειξε και φώναξε…
- Θα του το κόψω του Μπαρσάκη το χέρι, αν δεν σταματήσει να γράφει τις µπούρδες που γράφει τώρα! Κάθεται και γράφει πράγματα για µένα, κι εγώ θα τα διαβάσω τελευταίος, άμα τα δημοσιεύσει ποτέ. Μπορεί και να 'χω πεθάνει μέχρι τότε, και κάτι τρέχει στα γύφτικα δηλαδή, είτε τα διαβάσω είτε όχι!


Κι έξαφνα, μου αρπάζει το στυλό απ' το χέρι και το πετάει πέρα στο χωματόδρομο, ακριβώς στη μέση της μοναδικής λούτσας που είχε απομείνει από τη χθεσινοβραδινή βροχούλα, λες και τη σημάδεψε…

Αστερίσκος: Το στυλό ήτο ευτελές μπικ με κυανόχρουν μελάνι, έφερε δε εις το άκρον, πλησίον της μύτης, ράγισμα μήκους δύο εκατοστών περίπου, το οποίον ουδείς γνωρίζει πότε και πώς προκλήθηκε, ενώ το μόνον βέβαιον είναι ότι αγοράσθηκε από ψιλικατζίδικο της Κηρίνθου έναντι 75 δραχμών.*

________________
*Ο "Αστερίσκος" μιμείται σκόπιμα τον τρόπο του Δημήτρη Ρικάκη στο βιβλίο του "Μικρά".



ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘ' ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΕΚΔΟΤΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: